- ἰούσης
- εἶμιibopres part act fem gen sg (attic epic ionic)ἰόωbecomepres part act fem gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάνδιχα — (Α) [άνδιχα] επίρρ. 1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις) 2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά … Dictionary of Greek